ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διατεταγμένο ζεύγος (ο) ordered pair
διάταξη (η) ordering
διάταξη επιθέτων (η) ordering adjective
εργαλείο διάταξης (το) ordering device
διάταξη των κανόνων (η) ordering of rules
τακτικό αριθμητικό (το) ordinal
(δια)τακτική κλίμακα (η) ordinal scale
φιλοσοφία της κοινής γλώσσας (η) ordinary language philosophy
όρντο μνεμόνικους (=μνημονική σειρά) ordo mnemonicus
όργανο του Corti (η) organ of Corti