ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ορίγια (η) (γλώσσα) OR
προφορικότητα (ικανότητα ομιλίας) (η) oracy
προφορικός,-ή,-ό / στοματικός-ή-ό oral
στοματικός,-ή,-ό, oral
προφορική προσέγγιση (η) oral approach
στοματική κοιλότητα (η) oral cavity
κόμβος στοματικής κοιλότητας (ο) oral cavity node
προφορικός πολιτισμός (ο) oral culture
προφορική γλώσσα (η) oral language
συνέντευξη προφορικής επάρκειας (η) oral proficiency interview