ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ορίγια (η) (γλώσσα) | OR |
προφορικότητα (ικανότητα ομιλίας) (η) | oracy |
προφορικός,-ή,-ό / στοματικός-ή-ό | oral |
στοματικός,-ή,-ό, | oral |
προφορική προσέγγιση (η) | oral approach |
στοματική κοιλότητα (η) | oral cavity |
κόμβος στοματικής κοιλότητας (ο) | oral cavity node |
προφορικός πολιτισμός (ο) | oral culture |
προφορική γλώσσα (η) | oral language |
συνέντευξη προφορικής επάρκειας (η) | oral proficiency interview |