ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ανοιχτή μετάβαση (η) open transition
ανοικτό φωνήεν (το) open vowel
λέξη ανοιχτής τάξης (η) open-class word
ανοιχτή ερώτηση (η), ερώτηση ελεύθερης απάντησης/ανάπτυξης (η), ερώτηση ανοιχτής απάντησης (η), ερώτηση τύπου δοκιμίου (η) open-ended question
ανοιχτή/ελεύθερη απάντηση (η) open-ended response
ημιανοικτός,-ή,-ό open-mid
(συν)τελεστικός,-ή,-ό operant
συντελεστική (ορο)εξάρτηση (η) operant conditioning
αρχή εν λειτουργία (η) operating principle
λειτουργία (η) Operation / function