ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ανοιχτή μετάβαση (η) | open transition |
ανοικτό φωνήεν (το) | open vowel |
λέξη ανοιχτής τάξης (η) | open-class word |
ανοιχτή ερώτηση (η), ερώτηση ελεύθερης απάντησης/ανάπτυξης (η), ερώτηση ανοιχτής απάντησης (η), ερώτηση τύπου δοκιμίου (η) | open-ended question |
ανοιχτή/ελεύθερη απάντηση (η) | open-ended response |
ημιανοικτός,-ή,-ό | open-mid |
(συν)τελεστικός,-ή,-ό | operant |
συντελεστική (ορο)εξάρτηση (η) | operant conditioning |
αρχή εν λειτουργία (η) | operating principle |
λειτουργία (η) | Operation / function |