ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ονέιντα (η) (γλώσσα) | Oneida |
μονoθέσιος,-α,-ο | one-place |
μονοθέσια κατηγορήματα (τα) | one-place verbs |
Onoma (το) (περιοδικό) | onoma |
ονομασιοκεντρική ή ονομαστική προσέγγιση (η) | onomasiological approach |
ονομαστικό λεξικό (το) | onomasiological dictionary |
ονομασιολογική πληροφορία (η) | onomasiological information |
ονομασιολογική λεξικογραφία (η) | onomasiological lexicography |
ονομασιολογία (η) | onomasiology |
ονομαστικό πρόσφυμα (το) | onomastic affix |