ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ωμέγα «ω» (το) | Omega (ω) |
μη κατευθυντικός,-ή,-ό | omni directional |
Ομοτίκ (η) (γλώσσα) | Omotic |
άμεσα | on record |
μονοδιάστατη αντίθεση (η) | one-dimensional opposition |
μονομοραϊκες (συλλαβές) (οι) | one-mora |
ανοδικό ημίφωνο (το) | on-glide |
κόρπους στο ίντερνετ (το) | on-line corpus |
λεξικό στο ίντερνετ (το) | on-line dictionary |
προσαρμογή εν λειτουργία (η) | on-the-fly adaptation |