ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εξωθητικός,-ή,-ό occlusive
πλήρως κλειστός,-ή,-ό occlusive
επαγγελματική διάλεκτος (η) occupational dialect
εμφάνιση (η) occurrence
Ωκεανική (η) (γλώσσα) Oceanic
ΑΥΠ OCP
οκτάβα (η) octave
οισοφαγικός,-ή,-ό oesophageal / esophageal
ατομικότητας (της) of atomicity
τροπικός,-ή,-ό of manner