ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
απώτερο πρόσωπο (το) obviative
ετεροαναφορικός,-ή,-ό obviative
Οξιτανική (η) (γλώσσα) OC
περιστασιακός,-ή,-ό occasional
περιστασιακή σημασία (η) occasional meaning
Οξιτανική (η) (γλώσσα) Occitan
Πλήρως κλειστά (τα) occlude
έκκρουση (η), πλήρες κλείσιμο (το) occlusion
εξώθηση (η) occlusion
πλήρες κλείσιμο (το) occlusion