ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
απαρχαίωση (γλωσσών) (η) obsolescence (of languages)
απαρχαίωση (λεξιλογίου) (η) obsolescence (of vocabulary)
απαρχαιωμένος,-η,-ο obsolescent
απαρχαιωμένος,-η,-ο obsolete
απαρχαιωμένος όρος (ο) obsolete term
απαρχαιωμένη λέξη (η) obsolete word
φρακτικός,-ή,-ό / εμποδιστικός-ή-ό obstruent
εμποδιστικός,-ή,-ό obstruent
φρακτικά (τα) obstruents
εμποδιστικά (τα) obstruents