ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αντικειμενικός,-ή,-ό objective
αντικειμενική (γενική) (η) objective
αντικειμενική πτώση (η) objective case
αντικειμενική ερμηνεία (η) objective construal
αντικειμενική δεοντική (η) objective deontic
αντικειμενική γενική (η) objective genitive
αντικειμενικό τεστ (το) objective test
ανύψωση σε αντικείμενο (η) object-raising
κανόνας ανύψωσης αντικειμένου (ο) object-raising
κανόνας ανύψωσης αντικειμένου (ο) object-raising rule