ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συμπλήρωμα αντικειμένου (το) | object complement |
αντικείμενο δυναμικό (το) | object dynamic (al) |
γραμματική αντικειμένου (η) | object grammar |
αντικείμενο άμεσο (το) | object immediate |
γλώσσα-αντικείμενο (η) | object language |
γλώσσα αντικειμένου (η) | object language |
αντικείμενο σύγκρισης (το) | object of comparison |
αντικείμενο του αποτελέσματος (το) | object of result |
γλώσσα με το αντικείμενο μπροστά (η) | object-initial language |
Ανύψωση αντικειμένου (η) | Object-raising |