ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κανονικοποίηση (η) | normalisation |
κανονικοποίηση (η) | normalization |
κανονικοποιημένος τυπικός βαθμός (ο) | normalized standard score |
κανονιστικός,-ή,-ό | normative |
κανονιστικό λεξικό (το) | normative dictionary |
τυποποιητικό έγγραφο (το) | normative document |
κανονιστική γραμματική (το) | normative grammar |
ρυθμιστική γραμματική (η) | normative grammar |
κανονιστική λεξικογραφία (η) | normative lexicography |
κανονιστικοί κανόνες (οι) | normative rules |