ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
λέξη λεξιπλασίας (η) nonce word
χωρίς σημασία nonsense
λέ­ξη χω­ρίς ση­μα­σί­α (η) nonsense word
Νούτκα Nootka
Σκανδιναβική (η) (γλώσσα) Nordic
Σκανδιναβική Εταιρεία Λεξικογραφίας (η) Nordisk Forening for Leksikografi
νόρμα (η) norm
αξιολόγηση βάσει νόρμας (η) norm reference test
κανονική κατανομή (η) normal distribution
κανονική αναπαραγωγή/επανάληψη (η) normal replication