ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λέξη λεξιπλασίας (η) | nonce word |
χωρίς σημασία | nonsense |
λέξη χωρίς σημασία (η) | nonsense word |
Νούτκα | Nootka |
Σκανδιναβική (η) (γλώσσα) | Nordic |
Σκανδιναβική Εταιρεία Λεξικογραφίας (η) | Nordisk Forening for Leksikografi |
νόρμα (η) | norm |
αξιολόγηση βάσει νόρμας (η) | norm reference test |
κανονική κατανομή (η) | normal distribution |
κανονική αναπαραγωγή/επανάληψη (η) | normal replication |