ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φυσική προσσέγγιση (η) | natural approach |
φυσική τάξη (η) | natural class |
φυσικό γένος (το) | natural gender |
φυσικό είδος (το) | natural kind |
φυσική σημασία (η) | natural meaning |
φυσική φωνολογία (η) | natural phonology |
φυσική σημασιολογική μεταγλώσσα (η) | natural semantic metalanguage |
φυσική σειριακότητα (η) | natural serialization |
φυσικό σημείο (to) | natural sign |
φυσικό μέσο (το) | physical medium |