ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
φραστικός δείκτης που παράγεται από derived phrase marker
φραστικό/φρασεολογικό λεξικό (το), λεξικό φράσεων (το) phrasal dictionary
φραστικό λήμμα (το), φραστική καταχώρηση (η) phrasal entry
φραστική φωνολογία (η) phrasal phonology
φραστικός δυναμικός τόνος (ο) phrasal stress
φραστικό ρήμα (το) phrasal verb
φραστικό-προθετικό ρήμα (το) phrasal-prepositional verb
φραστικός δείκτης (ο) phrase marker / phrase-marker (PM)
φραστικός κανόνας (ο) phrase rule
φραστικός δείκτης (ο) p-marker