ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φραστικός δείκτης που παράγεται από | derived phrase marker |
φραστικό/φρασεολογικό λεξικό (το), λεξικό φράσεων (το) | phrasal dictionary |
φραστικό λήμμα (το), φραστική καταχώρηση (η) | phrasal entry |
φραστική φωνολογία (η) | phrasal phonology |
φραστικός δυναμικός τόνος (ο) | phrasal stress |
φραστικό ρήμα (το) | phrasal verb |
φραστικό-προθετικό ρήμα (το) | phrasal-prepositional verb |
φραστικός δείκτης (ο) | phrase marker / phrase-marker (PM) |
φραστικός κανόνας (ο) | phrase rule |
φραστικός δείκτης (ο) | p-marker |