ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φραγμός (ο) | barrier |
φράγμα (το), Φραγμός (ο) | barrier |
φραγμοί επικοινωνίας (οι) | communication barriers |
φορμαλισμός (ο) | formalism |
φορμαλιστικός,-ή,-ό | formalist |
Φουρ (η) (γλώσσα) | Fur |
Φούθαρκ (η) (γραφή) | futhark |
φόρμα μιας πρότασης (η) | modality of a sentence |
φραγμογενές | stop |
φραγμογενές σύμφωνο | stop consonant |