ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φωνοσυντονισμός (ο) | formant |
φώνος (ο) | phone |
φωνολογικός,-ή,-ό | phonological |
φωνολογικός χώρος (ο) | phonological space |
φωνολόγος (ο) | phonologist |
φωνοτακτικοί περιορισμοί (οι) | phonotactic constraints |
Φωνοτακτικοί κανόνες (οι) | phonotactic rules |
φωνοτακτικοί περιορισμοί (οι) | phonotactics |
φωνόταγμα (το) | phonotagm |
φωνοτάγμημα (το) | phonotagmeme |