ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υποστασιακός-ή-ό | essive |
υπερθετικός | excessive |
υπόδειγμα (το) | exemplar |
ύπαρξη και αναφορά | existence and reference |
υπαρκτικός | existential |
υπαρκτικό αιτιακό (το) (ρήμα) | existential causative |
υπαρκτικός τελεστής (ο) | existential operator |
υπαρκτική προϋπόθεση | existential presupposition |
υπαρκτική πρόταση (η) | existential proposition |
υπαρξιακή ποσοδεικτική ένδειξη (η) | existential quantification |