ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υφολογική ποικιλία (η) | stylistic variety |
υφολογικό γνώρισμα | stylistic feature |
υφολογικο- | stylo- |
υφολογικοί κανόνες | stylistic rules |
υφολογικός-ή-ό | stylistic |
υφομετρία | stylometry |
ύφος (το) | style |
υφός (το) | pitch |
ύφος μεγάλης διακριτικότητας (το) | high considerateness style |
ύφος μεγάλης εμπλοκής (το) | high involvement style |