ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υπερορθότητα (η) hypercorrectness
υπερρινικότητα (η) hypernasality
υπερσημημικός,-ή,-ό hypersememic
Υπερσημασιοτακτικοί περιορισμοί (οι) hypersemotactics
υπεροικογένεια (η) macro-family
υπερομαλοποίηση (η) over-regularization
υπεροδήγηση (η) oversteer
υπερσυντέλικος (ο) past perfect
υπερπόδας (ο) superfoot
Υπεροχή (η) superiority