ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υπόθεση της κρίσιμης περιόδου (η) | critical period hypothesis |
υπόθεση της κρίσιμης ηλικίας | critical-age hypothesis |
υποχρεωτική (έγκλιση) (η) | debitive |
υπόθεση του βάθους (η) | deep hypothesis |
υπόθεση της υστέρησης (η) | deficit hypothesis |
υπόθεση της ανεπάρκειας (η) | deficit hypothesis |
Υπόθεση της υστέρησης (η), υπόθεση της ανεπάρκειας (η) | deficit hypothesis |
ύφος ορισμού (το) | defining style |
ύφος ορισμού (το) | definition style |
υποβάθμιση (η) | demotion |