ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
στρογγυλά (τα) arrondies
σημείο άρθρωσης (το) articulation sign
σύστημα αρθρωτικό-αντιληπτικό (το) articulatory-auditory system
συριστικοποίηση (η) assibilation
συνδεδεμένος όρος (ο), συνδέομαι associate
σύνδεση3 (η), συνειρμός (ο) association
συνειρμός (ο) association
συνθήκη σύνδεσης (η) association convention
συνειρμική ομάδα (η) association group
συνειρμική ομάδα (η) association group