ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρυθμιστική γραμματική (η) | normative grammar |
ρουθούνια (τα) | nostrils |
ρύθμιση παραμέτρων (η) | parameter setting |
ρόλος του συμμετέχοντος (ο) | participant role |
Ρόλος του συμμετέχοντος (ο) | participant role |
ρύθμιση φώνησης (η) | phonatory setting |
ρυθμιστικός,ή,ό | prescriptive |
ρυθμιστικό λεξικό (το) | prescriptive dictionary |
ρυθμιστική γραμματική (η) | prescriptive grammar |
ρυθμιστική γραμματική (η) | prescriptive grammar |