ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ρηματικό παράγωγο (το) | deverbal |
| ρητή παραγωγή (η) | explicit derivation |
| ρητήγνώση | explicit knowledge |
| ρητή διατύπωση | explicitness |
| ρηματικός αντωνυμικός τύπος (o) | pro-verb |
| ρηματονοματικό συνεχές (το) | squish |
| ρηματικός,-ή,-ό | verb |
| ρηματικός-ή-ό | verbal |
| ρηματικό σύνθετο (το) | verbal compound |
| ρηματικό ουσιαστικό | verbal noun |