ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ολοκλήρωση (η) | completion |
ολομερής έννοια | comprehensive concept |
Ολλανδικά | Dutch |
ολιστικός,-ή,-ό | holistic |
ολομερής έννοια (η) | integrative concept |
Ολλανδικά (τα) | NL |
ολοκλήρωση σχήματος (η) | pattern completion |
Ολλανδική της Πενσυλβάνια (η) (γλώσσα) | Pennsylvania Dutch |
ολιστική/αθροιστική σάρωση (η) | summary scanning |
όλον | whole |