Toggle navigation
LingTermbase
Home
Contact Us
Search
About
Bibliography
ALL
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
553 results
Greek Term
English Term
όψη (ρηματική) (η)
aspect
όψη (ρηματική) ασυντέλεστη (η)
aspect imperfective
όψη (ρηματική) συντελεσμένη (η)
aspect perfective
« Previous
1
…
52
53
54
55
56
Next »