ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
οριακός τόνος (ο) boundary tone
Οριακός τόνος (ο) boundary tone
οριακό σύμβολο (το) boundary-symbol
Οριακά φωνήεντα (τα) cardinal vowels
οριζόμενο (το) definiendum
Οριζόντια διάσπαση (η) Horizontal splitting
Οριακώς αποδεκτός-ή-ό Marginally acceptable
Ορίγια (η) (γλώσσα) OR
Ορίγια (η) (γλώσσα) Oriya
οριακό επίπεδο (το) threshold level