ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
οξύς-εία-ύ acute
οξύς ήχος (ο) creak
Οξύς ήχος (ο), Τρίξιμο (το) creak
Οξύηχος-η-ο, Τριζάτος-η-ο creaky
οξύηχος,-η,-ο creaky
Οπή στο σχήμα (η) Hole in the pattern
οξύμωρο (το) oxymoron
οξύτονος,-η,-ο oxytone
οξύς-εία-ύ sharp
οξύς-εία-ύ, μετριασμένος-η-ο sharp