ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ομαδική επανάληψη εν χορώ (η) | choral repetition |
ομαδικός,-ή,-ό, | group |
Ομαδικός-ή-ό, ομάδα (η), ενότητα (η) | group |
Ομαδική γενική (η) | group genitive |
ομαδικό όνομα (το) | group noun |
ομαδική εργασία (η) | group work |
ομαδοποίηση (η) | grouping |
ομαδοποίηση δεδομένων (η) | grouping of data |
ομαλοποίηση | regularization |
ομαδοποίηση σε σύμβολα (η) | tokenisation |