ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
όρισμα (το) | argument (A, arg) |
οριοθετώ από την προσωδία | circumscribe |
ορισμένη κατηγορία | defined class |
ορισμένη έκφραση (η) | definite clause |
ορισμός | definition |
οριοθετικός-ή-ό | delimitative |
οριοθετικός-ή-ό | effective |
οριοθετικός-ή-ό | egressive |
οριοθετικός-ή-ό | finitive |
ορισμολογία (η) | orismology |