ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
Ορθοέπεια (η) orthoepy
Ορθοέπεια (η) Orthoepy
ορθογραφικό λεξικό (το) orthographic dictionary
ορθογραφική πληροφορία (η) orthographic information
ορθογραφική λέξη (η) orthographic word
ορθογραφικός διορθωτής (ο) spell(ing) checker
ορθογραφικός διορθωτής (ο) spell-checker
ορθογραφικό λεξικό (το) speller
ορθογραφική προφορά spelling pronunciation
ορθογραφική μεταρρύθμιση (η) spelling reform