ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
οπτικό ρήμα είμαι (το) | aspectual be |
οπτικό ρήμα (το) | aspectual verb |
οπτικοποιητής (ο) | aspectualizer |
οπτικοακουστική βοήθεια (η) | audio-visual aid |
Οπτικοακουστική ένταξη (η) | audio-visual integration |
οπτικοακουστική μέθοδος (η) | audio-visual method |
οπτικό λεξιλόγιο (το) | sight vocabulary |
οπτικοποίηση ομιλίας | speech visualization |
οπτική του χρήστη | user perspective |
οπτικό/εικονογραφημένο λεξικό (το) | visual dictionary |