ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
οπίσθιος,-α,-ο back
οπίσθιο χαρακτηριστικό (το) back feature
οπίσθιο φωνήεν (το) back vowel
οπίσθιο μέρος της γλώσσας (το) dorsal
οπίσθιο μέρος της γλώσσας (το) dorsum
οπίσθιος κρικοαρυτενοειδής μυς posterior cricoarytenoid muscle
οπισθιότητα (η) posteriority
οπισθο κοχλιακή retro cochlear
οπισθέλκουσα πίεση (η) suction
οπίσθια όψη (η) verso