ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Νεονορβηγική (η) (γλώσσα) | Nynorsk |
Νουορεζική (η) (γλώσσα) | Nuorese |
Νουβική (η) (χώρα) | Nubian |
νοστρατική (γλώσσα) (η) | Nostratic |
Νορβηγικά (τα) | Norwegian |
νόρμες (οι) | norms |
νόρμα (η) | norm |
Νούτκα | Nootka |
νεολογία (η) | nonce |
νομιναλισμός (ο) | nominalism |