ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
νομιμοποιώ | license |
νομιμοποιητής (ο) | licenser |
νομιμοποίηση (η) | licensing |
νόμος του Λάιμαν (ο) | Lyman’s Law |
νοηματική γλώσσα (η) | manual language |
νόημα (το) | meaning |
νοηματικές προεκτάσεις (οι) | meaning extensions |
νοηματική μάθηση (η) | meaningful learning |
νοητική γραμματική (η) | mental grammar |
νοητικό λεξικό (το) | mental lexicon |