ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Κατάκτηση (η), απόκτηση (η) acquisition
κατάκτηση-εκμάθηση (η) acquisition-learning
κατάκτηση της παιδικής γλώσσας (η) child language acquisition
Κατάκτηση/απόκτηση της παιδικής γλώσσας (η) / απόκτηση γλώσσας από το παιδί (η) ανάπτυξη της παιδικής γλώσσας (η) child language acquisition/ development
κατάκτηση γλώσσας από τα παιδιά (η) children’s acquisition of language
κατάκτηση πρώτης γλώσσας first language acquisition
Κατάκτηση πρώτης γλώσσας (η), απόκτηση πρώτης γλώσσας (η) first language acquisition
κατάκτηση 2ης γλώσσας (η) L2 acquisition
κατάκτηση δεύτερης γλώσσας second language acquisition
κατακόρυφη ράβδος (η) vertical bar