ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κατάκτηση (η), απόκτηση (η) | acquisition |
κατάκτηση-εκμάθηση (η) | acquisition-learning |
κατάκτηση της παιδικής γλώσσας (η) | child language acquisition |
Κατάκτηση/απόκτηση της παιδικής γλώσσας (η) / απόκτηση γλώσσας από το παιδί (η) ανάπτυξη της παιδικής γλώσσας (η) | child language acquisition/ development |
κατάκτηση γλώσσας από τα παιδιά (η) | children’s acquisition of language |
κατάκτηση πρώτης γλώσσας | first language acquisition |
Κατάκτηση πρώτης γλώσσας (η), απόκτηση πρώτης γλώσσας (η) | first language acquisition |
κατάκτηση 2ης γλώσσας (η) | L2 acquisition |
κατάκτηση δεύτερης γλώσσας | second language acquisition |
κατακόρυφη ράβδος (η) | vertical bar |