ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ισχυρός-ή-ό strong
ισχυρή επάρκεια strong adequacy
ισχυρές συνθήκες επάρκειας (οι) strong conditions of adequacy
ισχυρή διασταυρωτική μετακίνηση strong cross-over movement
ισχυρή διασταύρωση/διασταυρωτική μετακίνηση (η) strong crossover
ισχυρό χαρακτηριστικό strong feature
ισχυρός τύπος (ο) strong form
ισχυρή μορφή strong form
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) strong generative capacity
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) strong generative capacity