ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ιδιωματικοποίηση (η) idiomatization
ιδιωματικός,-ή,-ό idiomatic
ιδιωματικότητα (η) idiomaticity
ιδιωματισμός (ο) / ιδιωματική φράση (η) idiomatic phrase
ιδιωματισμός (ο) idiom
ιδιωτική γλώσσα (η) private language
ιδιωτική ομιλία (η) private speech
ιδιωτισμός (ο) / ιδιωματισμός (ο) idiotism
Ιενεσεϊκή (η) (γλώσσα) Yeniseian
ιεραρχία (η) hierarchy