ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ικανοποίηση περιορισμού (η) | constraint satisfaction |
ιστορία των λεξικών | dictionary history |
ισχύς διακριτικότητας (η) | discrimination power |
ιδιότητα του διηνεκούς (η) | durativity |
ιδιότητα του διαρκούς (η) | durativity |
ιδίωμα των μορφωμένων | educated speech |
ισοδύναμος | equipollent |
ισοδύναμα αντώνυμα | equipollent antonyms |
ισοδύναμη αντίθεση | equipollent opposition |
ισοδυναμία | equivalence |