ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ινστιτούτο Εξωτερικών Υπηρεσιών (το) | FSI |
Ινουπιακή (η) (γλώσσα) | IK |
Ίντεξ (Ευρετήριο) Τομίστικους (το) | Index Thomisticus |
ινδοχεττιτική υπόθεση (η) | Indo-Hittite hypothesis |
Ινδονησιακά (τα) | Indonesian |
ινστρουμενταλισμός (ο), εργαλειοκρατία (η) | instrumentalism |
Ινούιτ (η) (γλώσσα) | inuit |
Ινουκτιτούτ (η) (γλώσσα) | Inuktitut |
Ινουπιακή (η) (γλώσσα) | Inupiak |
Ινουκτιτούτ (η) (γλώσσα) | IU |