ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ιδέα (η) | idea |
ιδανικό (το), εξιδανικευμένο γνωσιακό μοντέλο (το) | Ideal |
ιδανικός-ή-ό | ideal / idealized |
ιδανικός ακροατής (ο) | ideal listener |
ιδανική σημασία (η) | ideal meaning |
ιδανικός ομιλητής (ο) | ideal speaker |
ιδεασμός (ο) | ideation |
ιδεατός-ή-ό | ideational |
ιδεόγραμμα (το) | ideogram |
Ίγκμπο (η) (γλώσσα) | Igbo |