ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ιστορικός-ή-ό | Historic |
ιστορικό λεξικό (το) | historic dictionary |
ιστορικός ενεστώτας (ο) | historic present |
Ιστορικός ενεστώτας (ο) | Historic(al) present |
ιστορικός,-ή,-ό | historical |
ιστορικό κόρπους (το) | historical corpus |
ιστορικός γλωσσολόγος (ο) | historical linguist |
ιστορικός παρελθοντικός (ο) | past historic |
ιστορικός αόριστος (ο) | preterite |
ιστορικός αόριστος (ο) | preterite |