ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
Ιστορικός-ή-ό Historic
ιστορικό λεξικό (το) historic dictionary
ιστορικός ενεστώτας (ο) historic present
Ιστορικός ενεστώτας (ο) Historic(al) present
ιστορικός,-ή,-ό historical
ιστορικό κόρπους (το) historical corpus
ιστορικός γλωσσολόγος (ο) historical linguist
ιστορικός παρελθοντικός (ο) past historic
ιστορικός αόριστος (ο) preterite
ιστορικός αόριστος (ο) preterite