ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εναντιωματικός σύνδεσμος (ο) | adversative conjunct |
εναντιωματική παθητική (η) | adversative passive |
επηρεάζω το άλφα | affect alpha |
Επιβαρυμένος-η-ο, Επηρεασμένος-η-o | affected |
επηρεασμένος,-η,-ο | affected |
επιβαρυμένος,-η,-ο | affected |
επηρεασμένο αντικείμενο (το) | affected object |
επηρεασμένο αντικείμενο (το) | affectum |
Ενδραστική παθητική δομή (η), παθητική δομή με ποιητικό αίτιο (η) | agentive passive |
επισήμανση της συμφωνίας (η) | agreement marking (AGR) |