ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
Ετρουσκικός-ή-ό Etruscan
ετυμολογικός etymological
ετυμολογικό λεξικό etymological dictionary
ετυμολογικό ζεύγος (το) etymological doublet
ετυμολογική πλάνη etymological fallacy
ετυμολογική πληροφορία (η) etymological information
ετυμολογική λεξικογραφία (η) etymological lexicography
ετυμολογία etymology
ετυμολογικό σχήμα (το) figura etymologica
ετοιμοπαράδοτο σύστημα turnkey system