ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εσωτερικός-ή-ό του πόδα | foot-internal |
| εσωτερικό κέλυφος ΡΦ (το) | inner VP shell |
| εσωτερικός,-ή,-ό | interior |
| εσωτερικό όρισμα (το) | internal argument |
| εσωτερικός δανεισμός (ο) | internal borrowing |
| εσωτερικοί αιτιακοί παράγοντες (οι) | internal causal factors |
| εσωτερικοί παράγοντες (οι) | internal factors |
| εσωτερικοί σάντι (οι) | internal sandhi |
| εσωτερικό λεξιλόγιο | resident vocabulary |
| εσωτερικό λήμμα/ενδολήμμα | run-on entry |