ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εξομοιωτικός | equational |
| εξομοιωτικός | equative |
| έξτρα-μακρύς (ο) | extra-long |
| εξουσιοδοτώ | license |
| εξουσιοδοτημένη εξωσυλλαβικότητα (η) | licensed extrasyllabicity |
| εξουσιοδότης (ο) | licenser |
| εξουσιοδότηση (η) | licensing |
| Εξουσιοδότηση (η), νομιμοποίηση (η) | licensing |
| εξοχότητα (η) | prominence |
| έξοχος-η-ο | prominent |