ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εξόγκωση (η) | bunching |
| Εξόγκωση (η) | Bunching, bunch |
| έξοδος (η) | coda (Co) |
| εξισωτικός | equational |
| Εξισωτικός-ή-ό, εξομοιωτικός-ή-ό | equational / equative |
| εξισωτικόρήμα | equational verb |
| εξισωτικός | equative |
| εξοικείωση (η) | familiarity |
| εξολκέας χαρακτηριστικού | feature extractor |
| έξοδος (η) | output |