ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Εμπειρικές Μέθοδοι στη Γνωσιακή Γλωσσολογία (οι) | EMCL |
| εμπειρική έρευνα (η) | empirical investigation |
| εμπειρική εγκυρότητα (η) | empirical validity |
| εμπειρισμός | empiricism |
| εμπειρικός-ή-ό | experiential |
| εμπειρική βάση (η) | experiential basis |
| εμπειρικό πεδίο (το) | experiential domain |
| εμπειρικός ρεαλισμός | experiential realism |
| εμπειριακή άποψη | experiential view |
| έμμεσος,-η,-ο | indirect |