ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| επίκληση στην εύνοια (η) (σχήμα λόγου) | captation |
| επικαλύπτω | mask |
| επικάλυψη (η) | masking |
| επικάλυψη (η) | overlap |
| επικαλύπτω / επικαλύπτομαι | overlap |
| επικάλυψη (η) | overlapping |
| επικαλυπτόμενος,-η,-ο | overlapping |
| επικαλυπτόμενη μορφική εκπροσώπηση (η) | overlapping exponence |
| επικαλυπτόμενη σημασία (η) | overlapping meaning |
| επικαλυπτόμενες συνεισφορές (οι) | overlapping turns |