ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| επιβεβαίωση (η) | attestation |
| επιβεβαίωση (η) | attestation |
| επιβεβαιωμένος,-η,-ο | attested |
| επιβεβαιωμένα δεδομένα (τα) | attested data |
| επιβεβαιωμένοι τύποι (οι) | attested forms |
| επιγεγραμμένο πλέγμα (το) | bracketed grid |
| επιβολή (η) | command |
| επιβλητικός κόμβος (ο) | commander |
| επιγεγραμμένες αγκύλες / περίκλειση σε επιγεγραμμένες αγκύλες (οι/η) | labelled bracketing |
| επιβράδυνση (η) | retardation |