ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δεικτικός-ή-ό | deictic |
δεικτικό (το) | deictic |
δεικτικό κέντρο | deictic center |
δείξη | deixis |
δεικτικός,-ή,-ό | demonstrative |
Δεικτικός-ή-ό (δεικτ, ΔΕΙΚΤ) | demonstrative (dem, DEM) deictic |
δεικτικό κέντρο | demostrative centre |
δείξη λόγου | discourse deixis |
δεικτικός ορισμός (o) | ostensive definition |
δείξη κειμένου | text deixis |